Κονστρουκτιβισμός – Το αναγκαίο πέρασμα από την Κυβερνητική Α’ τάξης (μοντερνισμός) στην κυβερνητική Γ’ τάξης (μεταμοντερνισμός)

Εισαγωγή

Μιλώντας για την οικογενειακή και συστημική ψυχοθεραπεία, η Fruggeri κάνοντας έναν απολογισμό σημειώνει ότι το φιλοσοφικό ρεύμα του κονστρουκτιβισμού που κορυφώθηκε στην δεκαετία του ’70 άφησε ανεπίλυτη την «διχοτόμηση» ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο, είτε μιλάμε για ένα κοινωνικό σύστημα, φερ’ ειπείν το σύστημα που αναπτύσσεται ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο, είτε αναφερόμαστε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται ένα επιστημονικό πείραμα.

Οι Boscolo και Bertrando, πρωτοπόροι της συστημικής ψυχοθεραπείας με αξιοσημείωτη συνεισφορά τόσο κατά την περίοδο του κονστρουκτιβισμού όσο και κατά την μετεξέλιξη του σε κοινωνικό κονστρουξιονισμό, συμφωνώντας, υποστηρίζουν πως αυτή η διχοτόμηση αναιρέθηκε όταν η προοπτική μετακινήθηκε από τον κονστρουκτιβισμό στον κοινωνικό κονστρουξιονισμό. Ο τελευταίος δίνει έμφαση στο μοίρασμα και την κοινωνική γένεση της γνώσης, κάτι που είχε υπονοήσει ήδη ο κονστρουκτιβισμός χωρίς να το αναπτύξει πλήρως.

Η θεωρητικός της οικογενειακής και συστημικής ψυχοθεραπείας Lynn Hoffman παραδέχεται ότι εύκολα μπορεί να επικρατήσει μία σύγχυση μεταξύ αυτών τον δύο ρευμάτων, επειδή ξεκινούν από την ίδια αφετηρία, ότι δηλαδή διαφωνούν με την άποψη του μοντερνισμού (Α’ Κυβερνητική) πως υπάρχει πραγματικός κόσμος που μπορεί να τον γνωρίζουμε με αντικειμενική βεβαιότητα. Ωστόσο τα συστήματα όπως πχ το νευρικό δεν είναι μια κλειστή μηχανή, ένας όργανισμός που καθώς συγκρούεται με το περιβάλλον διαμορφώνει αντιλήψεις και κατασκευές. Η ίδια προσχωρώντας στον κοινωνικό κονστρουξιονισμό βλέπει ιδέες, έννοιες και αναμνήσεις ν’ αναδύονται από την κοινωνική ανταλλαγή και να μεταβιβάζονται διαμέσου της γλώσσας. Όλη η γνώση αναπτύσσεται στο διάστημα μεταξύ των ανθρώπων και μόνο μέσα από τη συζήτηση με οικείους αναπτύσσει το άτομο μια αίσθηση ταυτότητας ή μία εσωτερική φωνή. Ο εαυτός είναι μια σχεσιακή κατασκευή (Gergen)

Και οι Boscolo και Bertrando αναδιατυπώνουν την διαφορά ανάμεσα στα δύο ρεύματα της συστημικής ψυχοθεραπείας ισχυριζόμενοι ότι ο μεν κονστρουκτιβισμός επικεντρώνεται στον παρατηρητή και τις νοητικές του κατασκευές, ενώ ο ο κοινωνικός κονστρουξιονισμός τονίζει την ιδέα των σχέσεων, όχι όμως ως εκφράσεις δομών ή προτύπων συμπεριφοράς αλλά ως συστήματα γλώσσας και νοήματος.

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε ορισμένες βασικές αρχές των πρωτοπόρων της κυβερνητικής Β’ τάξης και να διερευνήσουμε τα όρια στα οποία οδήγησε τη γνώση ο κονστρουκτιβισμός.

Heinz von Förster,

Ο Heinz von Foerster ο θεμελιωτής της κυβερνητικής Β’ τάξης, εισήγαγε την έννοια του «παρατηρούντος συστήματος». Το 1981 εκδίδεται το περίφημο έργο του “Observing systems”, το οποίο αποτελεί απαύγασμα των ερευνών του μεταξύ 1957-1976 στο Biological Computer Laboratory.

Με τις εργασίες του γίνεται το πέρασμα ανάμεσα στην Α’ κυβερνητική των παρατηρούμενων συστημάτων στην Β’ κυβερνητική των συστημάτων που παρατηρούν.

H διαφορά μπορεί να συνοψιστεί σχηματικά ως εξής: Στην Α’ Κυβερνητική τα συστήματα είναι ετερόνομες μονάδες και συνεπώς υπερκαθορίζονται από το περιβάλλον τους, με το οποίο συνδέονται μέσω μιας λογικής αντιστοιχήσεων. Τα συστήματα χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα τους να έχουν μια είσοδο και μια έξοδο. Αντιθέτως στην Β’ Κυβερνητική τα συστήματα θεωρούνται ως αυτόνομες από τον παρατηρητή μονάδες, οι οποίες καθορίζονται από μία εσωτερική σ’ αυτά δυναμική και χαρακτηρίζονται από συνοχή (Σπύρος Μανουσέλης).

Η αυτονομία των συστημάτων επιβάλλει στον παρατηρητή να (επαν)ενταχθεί στην περιγραφή των συστημάτων που παρατηρεί, καθώς η περιγραφή δεν είναι ανεξάρτητη ούτε από τον ίδιον ούτε από το σύστημα.
Επομένως στην Β’ Κυβερνητική (κονστρουκτιβισμός) γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια να ενσωματωθεί σε όλο το φάσμα των επιστημών άρα και της φιλοσοφίας η από τις αρχές του περασμένου αιώνα γνωστή αρχή της απροσδιοριστίας (Heisenberg) που απέδειξε ότι είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ταυτόχρονα την ακριβή θέση και την ορμή ενός σωματιδίου, καθώς τα εργαλεία του παρατηρητή επηρεάζουν το αντικείμενο της παρατήρησής του.

Αν καταλαβαίνουμε σωστά τον Förster, εδώ αναδύεται σπερματικά η ιδέα ενός μεγαλύτερου συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει τον παρατηρητή, την περιγραφή της παρατήρησής του και το παρατηρούμενο σύστημα. Το υπερσύστημα αυτό είναι το «παρατηρούν σύστημα». Η επικοινωνία, ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο επιτυγχάνεται μέσω της αλληλεπίδρασης, η οποία υποστασιοποιείται στην περιγραφή της παρατήρησης. Είναι φανερό ότι όσο και αν η περιγραφή επηρεάζεται από το παρατηρούμενο σύστημα, το οποίο διαθέτει την ικανότητα της αυτοπαρατήρησης, η αλληλεπίδραση δεν μπορεί να νοηθεί με όρους απόλυτης ισοτιμίας.

Οι Maturana και Varela προωθώντας τον ίδιο προβληματισμό θεωρούν ότι οι περιβαλλοντικές επιρροές είναι «διαταραχές μέσα στο πεδίο αλληλεπιδράσεων των έμβιων συστημάτων». Τα συστήματα και το περιβάλλον δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντιθετικοί πόλοι κατά την διαδικασία της εξέλιξης, αλλά συνάπτουν σχέσεις μέσα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου συστήματος, η δυναμική του οποίου προκύπτει από την συνεξέλιξη αυτών των δύο υποσυστημάτων.

Αν σχηματίσουμε την αναλογία ανάμεσα στην βιολογία, την κοινωνία και την ψυχοθεραπεία μπορούμε να διαισθανθούμε πόσο ριζοσπαστικές είναι οι ιδέες των Maturana και Varela.

Επανερχόμενοι στον Förster, πρέπει να συμπληρώσουμε, ότι ταυτοχρόνως οι περιγραφικές έννοιες γίνονται και αυτές έννοιες Β’ τάξης, δηλαδή π.χ. αυτοαναφορά, αυτοποίηση, αυτοοργάνωση. Αυτό ισχύει τόσο για τον παρατηρητή όσο και για το παρατηρούμενο σύστημα.

Στη σειρά διαλέξεων «Η εφευρισκόμενη πραγματικότητα/Εισαγωγή στον κονστρουκτιβισμό» που έλαβε χώρα το 1984 στο Μόναχο ο Heinz von Förster διετύπωσε 2 αξιώματα:

• Το αξίωμα της αυτονομίας

«Ένας ζωντανός οργανισμός είμαι μία ανεξάρτητη, αυτόνομη, οργανωτικά κλειστή ύπαρξη»

Η κλειστότητα, στην οποία αναφέρθηκε προηγουμένως η Hoffman ασκώντας την διαφωνία της, είναι μόνο οργανωτική και με κανέναν τρόπο δεν υπονοεί μια δομική κλειστότητα που θα οδηγούσε στην αδυναμία του οργανισμού να επιβιώσει.

Αυτό το αξίωμα είναι αφορμή ή επακόλουθο μιας νέας βιολογίας και νευροφυσιολογίας, σύμφωνα με την οποία η οργάνωση μιας συνεχώς ανανεωνόμενης ακεραιότητας κάθε έμβιου όντος θεωρείται ως εναρκτήριο σημείο για την παραγωγή ειδικών λειτουργιών. Παράδειγμα: Αν μετά από ένα εγκεφαλικό τραύμα βλαφτεί μια λειτουργία, το ακέραιο μέρος του εγκεφάλου αναλαμβάνει τις εναπομείνασες λειτουργίες.

Ωστόσο, αν ωθηθεί η βασική θέση του αξιώματος έως τα λογικά της όρια, τότε οδηγούμαστε σε έναν σολιψισμό, δηλαδή στη φιλοσοφική πεποίθηση, ότι «μόνο εγώ υπάρχω». Η πιο γνωστή ίσως έκφραση αυτής της τάσης είναι το «σκέπτομαι άρα υπάρχω» του Καρτέσιου. Αντιστοίχως έχουν εκφραστεί ο Berkeley και ο Wittgenstein. Ο Kant είπε: «ο σολιψισμός είναι ένα σκάνδαλο για την φιλοσοφία».

Η συναρπαστικότερη πλευρά του σολιψισμού, κατά τον Heinz von Förster, είναι η ανικανότητά του να μιλήσει για τον εαυτό του.

Για να υπερπηδηθεί αυτή η ανικανότητα ερχόμαστε στο δεύτερο αξίωμα

• Το αξίωμα της ενσωμάτωσης

«Ένας παρατηρών οργανισμός είναι ο ίδιος μέρος, μέτοχος και συμμέτοχος του κόσμου της παρατήρησής του»

Αυτό το αξίωμα προέρχεται από μία νέα λογική και έναν νέο κλάδο των μαθηματικών. Παράδειγμα: Στην ερώτηση «τι είναι γλώσσα;» θα μπορούσε να απαντήσει κανείς, ότι ο ερωτών θα έπρεπε να γνωρίζει ήδη την απάντηση, αλλιώς δεν θα μπορούσε να θέσει το ερώτημα. Είναι λοιπόν το ερώτημα η ίδια του η απάντηση ή χρειάζεται μια μετα-γλώσσα, ώστε να απαντηθεί;

Τα λογικά όρια αυτού του αξιώματος οδηγούν τούτη την φορά σε έναν ομνιψισμό, δηλαδή στην ιδέα ότι το υποκείμενο που φαντάζεται την πραγματικότητα μπορεί να δημιουργήσει μια πραγματικότητα μόνο μαζί με όλα τα άλλα υποκείμενα. Ο Frankl είπε: «Βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια των άλλων» και ο Kant: «Πράξε έτσι, ώστε ώστε το πρόταγμα της θέλησής σου κάθε στιγμή να μπορεί να ισχύει ως η αρχή μιας γενικής νομοθεσίας».

Τα δύο αυτά αξιώματα φανερώνουν την επιδίωξη του Heinz von Förster να στηρίξει τον κονστρουκτιβισμό σε μια επιστημολογία, η οποία υποστηρίζει τον εαυτό της και ενέχει ευθύνη. Η ανάληψη της ευθύνης αφενός και η άρνηση των δύο ακραίων θέσεων (του σολιψισμού και του αντικειμενισμού) αφετέρου κάνουν τον κονστρουκτιβισμό μια όχι ιδιαίτερα δημοφιλή θεώρηση.

Ο συμπεριφορισμός του Skinner μεταθέτει την ευθύνη στο περιβάλλον, οι κοινωνικοί βιολόγοι στα γονίδια. Η ευφυέστερη στρατηγική είναι η επίκληση της «αντικειμενικότητας». Η αντικειμενικότητα απαιτεί τον διαχωρισμό του παρατηρητή από το παρατηρούμενο: «οι ιδιότητες του παρατηρητή δεν πρέπει να εμφανίζονται στην περιγραφή των παρατηρήσεών του».

Ο κονστρουκτιβισμός, αντιθέτως, αναπτύσσει μια επιστημολογία της παρατήρησης, πράγμα που σημαίνει ότι παρατηρητής και παρατηρούμενο είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένα, υποστηρίζει ο Heinz von Förster. Τότε η σχέση καθ’ ενός προς τον άλλον γίνεται «ταυτότητα» και ηχεί το πρόταγμα «εγώ πρέπει», αντί του «εσύ πρέπει» της «αντικειμενικής» επιστημολογίας.

Ernst von Glaserfeld

Στην ίδια σειρά διαλέξεων ο Ernst von Glaserfeld χρησιμοποιεί την έννοια της βιωσιμότητας ή λειτουργικότητας (viability) για να θεμελιώσει τον ριζοσπαστικό κονστρουκτιβισμό. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην γνώση και την πραγματικότητα, διερωτάται, και παραθέτει τις απόψεις πολλών διανοητών:

• Δημόκριτος: «Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς ένα αντικείμενο είναι φτιαγμένο στην πραγματικότητα ή πώς δεν είναι φτιαγμένο»

• Καντ: «Ο χώρος και ο χρόνος ως μορφές αντίληψης εκείνου που βιώνει ανήκουν στην υποκειμενική φαινομενολογία και συνεπώς κάθε θεώρηση ή αναπαράσταση μίας γνήσιας οντολογικής πραγματικότητας καθίσταται αδύνατη».

Piaget: «Οι γνωστικές δομές που ονομάζουμε «γνώση», δεν πρέπει να εννοούνται ως «αντίγραφα της πραγματικότητας», αλλά αντιθέτως ως αποτέλεσμα της προσαρμογής».

• Silvio Ceccato: «Η αντίληψη και η γνώση δεν αντανακλούν σε καμμία περίσταση οντολογικά αντικείμενα και συνεπώς θα πρέπει να θεωρούνται ως δημιουργικές δράσεις».

Βιωσιμότητα ή λειτουργικότητα σημαίνει σ’ αυτά τα συμφραζόμενα: κατά την οργάνωση του κόσμου των βιωμάτων μας θα πρέπει να προχωράμε πάντοτε κατά τρόπον ώστε αυτό που συλλέγουμε από στοιχεία των αισθητηριακών αντιλήψεων και της σκέψης – αντικείμενα, καταστάσεις, σχέσεις, έννοιες, κανόνες, θεωρίες, απόψεις και τελικά κοσμοαντίληψη – να είναι έτσι κατασκευασμένο, ώστε να υπόσχεται ότι θα είναι χρήσιμο στην περαιτέρω ροή των βιωμάτων μας.

Ο Ernst von Glaserfeld δέχεται ότι και ο κονστρουκτιβισμός έχει ανάγκη από την διάκριση μεταξύ «ψευδαίσθησης» και «αντικειμενικότητας». Επειδή όμως δεν μπορεί να επικαλεστεί κανείς μια αντικειμενική οντολογική πραγματικότητα, η ανωτέρω διάκριση πρέπει να βασιστεί στην δόμηση του βιωματικού κόσμου.
Θέλοντας να μοντελοποιήσει μια τέτοια δομή, βασίζεται στην ικανότητα του γιγνώσκοντος υποκειμένου, να διακόπτει την ροή του βιώματος και να παρατηρεί ανακλαστικά τα κομμάτια που προκύπτουν απ’ αυτήν την διακοπή.

Παρατήρηση, σύγκριση, σχηματισμός μονάδων, διαχωρισμός και ένωση, διαφορές και ομοιότητες, επανάληψη, αυτά είναι τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας. Ιδιαίτερα η επανάληψη είναι ένας βασικός δομικός λίθος της βιωνόμενης πραγματικότητας. Ανάλογα με το τι επαναλαμβάνεται σχηματίζονται βαθμίδες της πραγματικότητας. Ωστόσο ό,τι και αν κατασκευάζεται δεν παύει να είναι το βίωμα ενός υποκειμένου.
Αυτό που ονομάζουμε «αντικειμενική πραγματικότητα» δημιουργείται κατά κανόνα διά του ότι το βίωμά μας επιβεβαιώνεται από τους άλλους. Αν, όμως, ο κονστρουκτιβισμός είναι μια θεωρία της γνώσης και όχι μια θεωρία των «όντων», τότε μιλάμε για το φαινόμενο των «άλλων» στον υποκειμενικό κόσμο του βιώματος και όχι για ένα «καθαυτό πράγμα» (Ding an sich, όπως το διετύπωσε ο Kant).

Για να αποδώσουμε σε έναν άλλον ιδιότητες που προέρχονται από την υποκειμενική μας πράξη και σκέψη, χρειάζεται να κατασκευάσουμε ένα συνεκτικό μοντέλο του κόσμου των βιωμάτων μας. Σ’ αυτό συμπεριλαμβάνουμε τα επιμέρους μοντέλα σε αλληλοσυσχετιζόμενες κατηγορίες, οι οποίες μπορούν να υποστηριχτούν ως βιώσιμες και λειτουργικές, στο βαθμό που τα εξ αυτών εξαγόμενα συμπεράσματα και οι προβλέψεις δικαιολογούνται στο ακόλουθο βίωμα από τα κατηγοριοποιημένα αντικείμενα. Σε διαφορετική περίπτωση συναρτάται το αντικείμενο σε μια άλλη κατηγορία ή δημιουργείται μια νέα κατηγορία. Ο Piaget μίλησε σε αυτά τα συμφραζόμενα για «αφομοίωση» και «συμμόρφωση».

Προκειμένου να ενδυναμωθεί η πραγματικότητα της εμπειρίας μας, μεγάλη σημασία έχει η επιβεβαίωση του δικού μας βιώματος μέσω γλωσσικής αλληλεπίδρασης με έναν άλλον και η επιτυχής ερμηνεία των πράξεων των άλλων με την βοήθεια των δικών μας γνωστικών δομών. Η γλώσσα, όμως, σύμφωνα με τον Glaserfeld, δεν θα πρέπει να εννοηθεί ως ανταλλαγή πληροφοριών ή γνώσης, αλλά περισσότερο ως «συναινετική διαδικασία», όπως την ορίζουν οι Maturana και Varela.

Θα κλείσουμε αυτό το πρώτο μέρος με μια καίρια επισήμανση του Heinz von Förster: «Υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στο εγώ και το Εσύ, και αυτή η σχέση είναι ταυτότητα».

Πέραν από ό,τι μπορεί να πιστεύει καθένας για την οντολογική καταγωγή του ανθρώπου, αν και κατά πόσον η έννοια του «εγώ» δίνει συνέχεια στην μνήμη και τις αντιλήψεις μας και όντας αμετάβλητο εξασφαλίζει την συνοχή της ταυτότητά μας, η επίκληση της σχέσης υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος διαμορφώνεται στα πλαίσια ενός κοινωνικού γίγνεσθαι. Η προσωπικότητα μεταβάλλεται με το κοινωνικό βίωμα. Το τραύμα αναφέρεται πάντοτε σε μια σχέση και η επανορθωτική εμπειρία, δηλαδή η επούλωση του τραύματος, λαμβάνει χώρα στα πλαίσια μιας θεραπευτικής σχέσης.

Αυτό αρκεί για να καταδειχθεί ότι o Heinz von Förster με την διορατικότητά του άνοιξε διάπλατα την πόρτα στους θεωρητικούς του κοινωνικού κονστρουξιονισμού, οι οποίοι τόνισαν την κοινωνική υπόσταση του ανθρώπου και θεώρησαν την πραγματικότητα ως γλωσσική κατασκευή.

Βιβλιογραφία

1. Luigi Boscolo, Paolo Bertrando, Ατομική Συστημική Θεραπεία, Μαΐστρος, Αθήνα, 2008.

2. Humberto Maturana, Francisco Varela, Το Δέντρο της Γνώσης, Κάτοπτρο, Αθήνα, 1992.

3. Einführung in den Konstruktivismus, Beiträge von Heinz von Förster, Ernst von Glaserfeld, Peter Hejl, Siegfried J. Schmidt und Paul Watzlawick, Piper, München, 1992.