Συστημική ψυχοθεραπεία – Ο ρόλος του συμπτώματος και η θέση του αναγνωρισμένου ασθενή

Ο ρόλος του συμπτώματος και η θέση του στη συστημική ψυχοθεραπεία

Κοινός τόπος είναι πως όταν εμφανίζονται συμπτώματα που επηρεάζουν την καθημερινότητά μας, ίσως αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πως κάτι δεν πάει καλά και πως ενδεχομένως χρειαζόμαστε βοήθεια. Τι είναι όμως σύμπτωμα με τη συστημική έννοια; Τι συμβαίνει με εκείνο το μέλος της οικογένειας που εκδηλώνει το σύμπτωμα;

Η απάντηση δεν είναι ενιαία, καθώς η συστημική σκέψη συνεχώς εξελίσσεται και τροποποιείται από τη δεκαετία του πενήντα ως σήμερα.

Όμως μια πρώτη προσέγγιση είναι ότι το σύμπτωμα αφορά σε όλο το σύστημα. Η δυσλειτουργία αφορά σε όλο το σύστημα. Και αυτό ανεξαρτήτως αν ισχύει ότι το «σύστημα γεννάει το πρόβλημα» (αρχική πεποίθηση) ή αν αντιστρόφως«το πρόβλημα γεννάει το σύστημα», όπως πιστεύουμε σήμερα.

Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, το πιο ευαίσθητο μέλος της οικογένειας που εκδηλώνει το σύμπτωμα, ο Αναγνωρισμένος Ασθενής ή ΙΡ (Identified Patient), δεν νοσεί. O IP απενοχοποιείται.

Παράδειγμα

Δεν είναι ο Γιάννης ή η Μαρία που εμφανίζουν κατάθλιψη. Όλη η οικογένεια εμπλέκεται σε ένα σχήματα συμπεριφοράς και αλληλεπίδρασης που γεννά κατάθλιψη.

Τι εξυπηρετεί όμως το σύμπτωμα;

Ο Don Jackson (1954) μιλώντας για παθολογικά σχήματα συμπεριφοράς διαπιστώνει πως «Όταν οι οικογένεια διαταράσσεται, αναζητά μια ομοιοστατική κατάσταση μέσα από τρόπους που ελέγχουν την συμπεριφορά με στόχο την ισορροπία».

Τα φαινόμενα ομοιόστασης στην οικογένεια γεννούν το σύμπτωμα του ΙΡ που εμποδίζει την οικογένεια να προχωρήσει σε αλλαγές ή νέες φάσεις. Έτσι λειτουργεί ως αρνητική ανάδραση και επιτυγχάνει ομοιόσταση.

Με απλά λόγια: Το σύμπτωμα του ΙΡ είναι ένας τρόπος διατήρησης της ομοιόστασης, γιατί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας βολεύονται στην θέση και την συμπεριφορά τους.

Η σχολή του Μιλάνο (1970), μία σχολή που άφησε βαθύ αποτύπωμα στη συστημική ψυχοθεραπεία επίσης βασίζεται στην υπόθεση ότι το σύμπτωμα βοηθάει στην ομοιόσταση και κρατάει την οικογένεια ενωμένη.

Η υπόθεση αυτή δεν έρχεται μόνο να εξηγήσει την οικογενειακή λειτουργία, όταν εμφανίζεται μια παθολογία, και να διαλευκάνει το τι συμβαίνει σε εκείνο το μέλος που είναι «φορέας» της παθολογίας, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως εργαλείο για θεραπευτικές παρεμβάσεις.

Έτσι η σχολή του Μιλάνο στη θεραπεία χρησιμοποιεί την έννοια της θετικής συνεκδοχής. Δηλαδή αποδίδει στις συμπεριφορές και σε όλες τις οικογενειακές συναλλαγές θετικά κίνητρα, με έναν τέτοιο τρόπο διατυπωμένα, ώστε να φαίνονται ότι γίνονται στο όνομα της οικογενειακής συνοχής και της οικογενειακής ομοιόστασης.

Έτσι η συμπεριφορά του ΙΡ δεν είναι ουσιαστικά το πρόβλημα, αντίθετα βοηθά το σύστημα.
Ο θεραπευτής αναρωτιέται: Πώς συνδέεται η συμπεριφορά κάθε μέλους της οικογένειας με το σύμπτωμα; Πώς αντιλαμβάνεται καθένας αυτό που συμβαίνει;

Μ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτουν τεράστιες διαφορές στις αντιλήψεις και ο θεραπευτής αποκτά μεγάλο όγκο πληροφοριών ώστε να διατυπώσει τις υποθέσεις του.

Με τη θετική σημασιοδότηση ο θεραπευτής λέγοντας πως τόσο η συμπεριφορά του Ι.Ρ. όσο και η συμπεριφορά των υπολοίπων μελών εμπνέονται από την κοινή επιθυμία να διατηρηθεί η συνοχή της οικογένειας, θέτει την οικογένεια σε μια παράδοξη θέση. Γιατί η συνοχή για παράδειγμα να χρειάζεται την παρουσία προβλημάτων ή αρρώστιας; Η επεξεργασία αυτή θα παράγει κρίση και θα παράγει μια τάση μετασχηματισμού στην οικογένεια. Με τη θετική σημασιοδότηση ο θεραπευτής συνδέει το σύμπτωμα με τη λειτουργία του συστήματος με τρόπο που το ένα να μην μπορεί να αλλάξει χωρίς να αλλάξει και το άλλο.

Κάνοντας ένα μικρό χρονικό άλμα προς τα πίσω ερχόμαστε στο Στρατηγικό μοντέλο (Haley, Madanes).

Και για τους στρατηγικούς η εκδήλωση ενός συμπτώματος δεν αποτελεί εκφράσεις ενδοψυχικής σύγκρουσης αλλά διαπροσωπικά συμβάντα εντός του συστήματος.

Για αυτούς όμως κεντρική σημασία έχει το ζήτημα του ελέγχου και της εξουσίας.

Το σύμπτωμα δεν αντιπροσωπεύει απλά μια συμπεριφορά που κάποιος δεν μπορεί να ελέγξει, αλλά μια στρατηγική που προσαρμόζεται σε μια παρούσα κοινωνική συνθήκη με σκοπό τον έλεγχο μιας σχέσης, όταν οι άλλες στρατηγικές έχουν αποτύχει.

Μιλώντας για έλεγχο της σχέσης, προϊδεαζόμαστε ότι πρόκειται για μια εμπρόθετη συμπεριφορά. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ασυνείδητα μια πράξη που προκαλείται από ένα άλλο πρωτόγονο συναίσθημα: τον φόβο μπρος στην απώλεια του ελέγχου.

Την ίδια εποχή (1960) το δομικό μοντέλο (Minuchin) στοχεύει στην άρση των συμπτωμάτων μέσα από την αποδόμηση και αναδόμηση των οικογενειακών κανόνων λειτουργίας. Τα συμπτώματα είναι δυσλειτουργικές οικογενειακές αλληλεπιδράσεις. Δεν ενδιαφέρει το σύμπτωμα αλλά η οικογενειακή δομή.

Το σύμπτωμα μπορεί να εμφανισθεί, όταν τα συστήματα είναι είτε πολύ στενά (οικογένειες χαμηλής διαφοροποίησης), είτε πολύ χαλαρά (χαοτικές οικογένειες). Συμπτώματα όμως μπορεί να εμφανισθούν και όταν ένα μέλος μιας οικογένειας κατά τη διάρκεια των αναπτυξιακών μεταβάσεων συμπεριφέρεται με τρόπο τέτοιο που ακυρώνει το σύστημα κατασκευών της οικογένειας.

Παράδειγμα

Αν στην οικογένεια του παραδείγματος μας ο έφηβος γιος αρνούνταν να γίνει μουσικός, αμφισβητούσε δηλαδή το σύστημα κατασκευών της οικογένειας, τότε θα προκαλούνταν μια διατάραξη της ισορροπίας. Πώς θα αντιδρούσε η οικογένεια; Για να μην αλλάξει η κατάσταση, η κόρη θα μπορούσε να εμφανίσει νευρογενή ανορεξία. Το σοβαρό αυτό σύμπτωμα θα συσπείρωνε τους άλλους γύρω της και η οικογένεια δεν θα άλλαζε.

Σε μια άλλη οικογένεια, όταν και το δεύτερο παιδί δηλώνει την πρόθεσή του να εγκαταλείψει την πατρική στέγη για να σπουδάσει, ο πατέρας συνάπτει εξωσυζυγική σχέση.

Συμπέρασμα

Εξωτερικά ερεθίσματα ή εσωτερικές μετακινήσεις προκαλούν διαταραχές στο οικογενειακό σύστημα. Αυτές οι διαταραχές είναι προκλήσεις να μεταβάλει η οικογένεια τη δομή της με σκοπό να προσαρμοστεί σε αναπτυξιακές μεταβάσεις βρίσκοντας νέα σημεία ισορροπίας. Αντ’ αυτού οι ομοιοστατικοί μηχανισμοί οδηγούν κάποιο μέλος της οικογένειας να εγκαταλείψει τη θέση του, έτσι ώστε να απορροφηθούν τα ερεθίσματα. Και τότε στο σύστημα γεννιέται μια παθολογία, ένα σύμπτωμα. Μια υγιής μετακίνηση αντικαθίσταται από μια νοσογόνο αλλαγή θέσης.